- ἐκθαμβητικός
- ἐκθαμβ-ητικός, ή, όν,A astonishing, Eust.1420.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθαμβητικός — ἐκθαμβητικός, ή, όν (Μ) ο εκθαμβωτικός … Dictionary of Greek
ἐκθαμβητικόν — ἐκθαμβητικός astonishing masc acc sg ἐκθαμβητικός astonishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)